ἀραρυίας

ἀραρυίας
ἀρᾱρυί̱ᾱς , ἀραρίσκω
join
perf part act fem acc pl
ἀρᾱρυί̱ᾱς , ἀραρίσκω
join
perf part act fem gen sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • FIBULA — Gr. φίβλη, quod ligat, Isid. aliis a figendo, quasi Figula, περόνη, ἐπιβλὴ. Gloss. Fibula, πόρπη, φιβλίον. Mart. quod Fibras. i. e. extremitates vestium constringat, aut quasi Figula, quia figit seu configit, dicta videtur. Eas non tam in… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • OCREA — I. OCREA Carum inventum, Plin. l. 7. c. 56. genus calcei militaris, admodum antiquum et iam Heroibus, qui ante Homeri tempora vixerunt, usitatum. Unde toties Graecos ἐυχνημίδων, i. e. bene ocreatorum, elogiô insignit; per Synecdochen partis, bene …   Hofmann J. Lexicon universale

  • επανατίθημι — ἐπανατίθημι (Α) [τίθημι] 1. τοποθετώ κάτι πάνω σε άλλο, επιθέτω («φέρ ἐπαναθῶ σοι καὶ ξύλον», Αριστοφ.) 2. ενεργ. αναθέτω ξανά ή απλώς αναθέτω, επιφορτίζω κάποιον και παθ. με την ίδια σημασία 3. μέσ. (με αιτ. πράγμ. και δοτ. προσ.) κληροδοτώ 4.… …   Dictionary of Greek

  • επισφύριον — ἐπισφύριον, τὸ (Α) 1. στον πληθ. τὰ ἐπισφύρια α) πόρπη με την οποία στερέωναν τις περικνημίδες στα σφυρά («κνημίδας... ἀργυρέοισιν ἐπισφυρίοις ἀραρυίας», Ομ. Ιλ.) β) το πάνω μέρος τής άρθρωσης στα σφυρά, τα σφυρά 2. ως επίθ. ἐπισφύριος, ον και… …   Dictionary of Greek

  • στιβαρός — ή, ό/ στιβαρός, ά, όν, ΝΜΑ (για πρόσ.) αυτός που έχει σφιχτά, μυώδη και ισχυρά μέλη, ρωμαλέος, δυνατός (α. «τόν άρπαξε με τα στιβαρά του χέρια και τόν σήκωσε σαν φτερό» β. «στιβαροὶ βραχίονες», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. συμπαγής, συμπυκνωμένος 2. (για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”